μεταστρέφεται

μεταστρέφεται
μεταστρέφω
turn about
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αείστροφος — ἀείστροφος, ον (Μ) όποιος διαρκώς στρέφεται, μεταστρέφεται, αλλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στροφος < στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • αμετάστρεπτος — η, ο (Α ἀμετάστρεπτος, ον) αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω νεοελλ. αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος αρχ. αδιάφορος, απρόσεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μεταστρέφω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί] …   Dictionary of Greek

  • ευεπίστρεπτος — εὐεπίστρεπτος, ον (Α) αυτός που μεταστρέφεται, που αλλάζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ευεπίστροφος — εὐεπίστροφος, ον (Μ) 1. αυτός που μεταστρέφεται, που αλλάζει εύκολα άποψη 2. (για οικοδόμημα) με ωραίο κυκλικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί στροφος (< επι στρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • ευμετάστρεπτος — εὐμετάστρεπτος, ον (Α) αυτός που μεταστρέφεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα στρέφω] …   Dictionary of Greek

  • ευπερίτρεπτος — εὐπερίτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που ανατρέπεται, που αναποδογυρίζεται εύκολα 2. εύκαμπτος, ευλύγιστος 3. συνεκδ. αυτός που ανασκευάζεται εύκολα, που μεταστρέφεται εύκολα εις βάρος εκείνου που μιλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι τρεπτος (< περι τρέπω) …   Dictionary of Greek

  • Αχαρνείς — Κωμωδία του Αριστοφάνη, που θεωρείται το πιο παλιό από τα έργα του μεγάλου κωμικού ποιητή που σώζονται. Ανεβάστηκε στα Λήναια το 425 π.Χ. και πήρε το α’ βραβείο. Το έργο διαδραματίζεται μέσα στις άθλιες συνθήκες ξεριζωμού, πείνας και επιδημιών… …   Dictionary of Greek

  • δείκτες — I (Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα.… …   Dictionary of Greek

  • Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… …   Dictionary of Greek

  • αμετάστροφος — η, ο αυτός που δε μεταστρέφεται, αμετάβλητος: Μένει αμετάστροφος στις απόψεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”